περικυτώ

περικυτώ
-όω, Α
περιβάλλω, καλύπτω κάτι με κατεργασμένο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + κύτος* «καθετί που περιβάλλει κάτι, κοίλωμα, κοιλότητα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”